σκοτοιβόρος

σκοτοιβόρος
σκοτοιβόρος
devouring in the dark
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοτοιβόρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τρώει ή κατατρώει στο σκοτάδι 2. μτφ. ύπουλος, δόλιος, καταστρεπτικός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συννεφής, σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Το οι τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρ.… …   Dictionary of Greek

  • σκοτοιβόρον — σκοτοιβόρος devouring in the dark masc/fem acc sg σκοτοιβόρος devouring in the dark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”